Στα 1873 παρουσιάσθηκα στη Μασονική στοά της Κέρκυρας. Θα μ’ εδεχόντανε εκεί μ’ ευχαρίστηση, γιατί μ’ είχαν προσκαλέσει, δε μπορούσα όμως να δεχθώ το πρώτο άρθρο των καθηκόντων που μου επίβαλανε: το απόλυτο μυστικό.
Εχθρός των μυστικών και των μυστηρίων, εδέχθηκα, παρά τη θέλησή μου, το μυστικό όσο για οποιονδήποτε άλλον, αρνήθηκα
όμως καθαρά όσο για τη γυναίκα μου, που θεωρούσα καθήκον μου μ’ αυτήν να μην έχω τίποτα κρυφό. Συνεπώς δεν έγινα δεκτός.
Το μυστικό γενικώς έχει για μένα κάτι το αποκρουστικό, το μισητό, το κρυφό, όμως προς τη γυναίκα, το σύντροφο της ζωής μας το ήμισυ μας, της οποίας τα συμφέροντα δεν είναι και δεν πρέπει να
είναι χωρισμένα, της οποίας η αγκαλιά πρέπει να είναι η φωλιά της ψυχής, καθώς η δική μας αγκαλιά η φωλιά της δικής της ψυχής, αχ! αυτό το κρυφό είναι ανήθικο, εγκληματικό και τραγικό!
Θα μιλήσω γι’ άλλα πράγματα που είδα εκεί μέσα. Μόλις είχα διαβεί την πόρτα του Ιδρύματος ένα πρόσωπο, τοποθετημένο πίσω μου με δέχθηκε κρατώντας έτοιμη μια ταινία και μ’ αφέλεια μου την προσάρμοσε στα μάτια! Δεν περίμενα αυτή την έκπληξη, ο φίλος όμως, που με συνόδευε, με βεβαίωσε πως τέτοια ήταν η απαραίτητη τουαλέττα, υποτάχθηκα λοιπόν. Μια φορά και τα μάτια μου δέθηκαν, μου έδωκαν χέρι κι έκαμα μερικά βήματα. Ο οδηγός μου τότες μου έβγαλε την ταινία κι εξαφανίστηκε. Βρέθηκα κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο, χρωματισμένο μαύρο, αν θυμάμαι καλά, που φωτιζότανε μ’ ένα λυχνάρι με το φυτίλι του τσιγκούνικα φτιαγμένο, καθισμένος σ’ ένα σκαμνί από τα πιο κοινά, ανάμεσα σε δυο ανοιχτά φέρετρα, που μέσα σε καθένα ήταν ένας σκελετός κι άλλα σκιάχτρα, κατάλληλα να κάμουν τα παιδιά, να τρέμουν και ν’ αηδιάζουν τους ανθρώπους.
Η εντύπωση που αισθάνθηκα μπροστά σε παρόμοιες παιδιαφροσύνες αφαίρεσε πολύ από τη γοητεία εκείνου, για το οποίο επήγαινα. Εφανταζόμουν τους Τέκτονες πιο σοβαρούς, απ’ όσο μου φαινότανε.
Δεν έμεινα περισσότερο χρόνο μόνος. Το ίδιο πρόσωπο που μ’ είχε οδηγήσει σ’ αυτό το είδος της νεκρικής κατακόμβης, ξαναήρθε σε λίγο, φέρνοντάς μου ένα φύλλο χαρτί, που είχε γραμμένες, αν καλά θυμώμαι, τρεις ερωτήσεις, στις οποίες αμέσως αποκρίθηκα. Λυπούμαι που έχω λησμονήσει και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Ύστερα μου έδεσαν πάλι τα μάτια, κι ο οδηγός μου με οδήγησε σε μια ψηλότερη αίθουσα, όπου βρέθηκα, φαντάζομαι ανάμεσα στους Κους Τέκτονες, των οποίων μόνος ο Πρόεδρος δεν ήταν βουβός. Μου μίλησε κι αρνήθηκα να δεχθώ την υποχρέωση του μυστικού όσο για τη γυναίκα μου κι έτσι λευτερώθηκα.
Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου τ. Α΄, Εκδόσεις «Άτλας» 1959, σελ 54-58
Εχθρός των μυστικών και των μυστηρίων, εδέχθηκα, παρά τη θέλησή μου, το μυστικό όσο για οποιονδήποτε άλλον, αρνήθηκα
όμως καθαρά όσο για τη γυναίκα μου, που θεωρούσα καθήκον μου μ’ αυτήν να μην έχω τίποτα κρυφό. Συνεπώς δεν έγινα δεκτός.
Το μυστικό γενικώς έχει για μένα κάτι το αποκρουστικό, το μισητό, το κρυφό, όμως προς τη γυναίκα, το σύντροφο της ζωής μας το ήμισυ μας, της οποίας τα συμφέροντα δεν είναι και δεν πρέπει να
είναι χωρισμένα, της οποίας η αγκαλιά πρέπει να είναι η φωλιά της ψυχής, καθώς η δική μας αγκαλιά η φωλιά της δικής της ψυχής, αχ! αυτό το κρυφό είναι ανήθικο, εγκληματικό και τραγικό!
Θα μιλήσω γι’ άλλα πράγματα που είδα εκεί μέσα. Μόλις είχα διαβεί την πόρτα του Ιδρύματος ένα πρόσωπο, τοποθετημένο πίσω μου με δέχθηκε κρατώντας έτοιμη μια ταινία και μ’ αφέλεια μου την προσάρμοσε στα μάτια! Δεν περίμενα αυτή την έκπληξη, ο φίλος όμως, που με συνόδευε, με βεβαίωσε πως τέτοια ήταν η απαραίτητη τουαλέττα, υποτάχθηκα λοιπόν. Μια φορά και τα μάτια μου δέθηκαν, μου έδωκαν χέρι κι έκαμα μερικά βήματα. Ο οδηγός μου τότες μου έβγαλε την ταινία κι εξαφανίστηκε. Βρέθηκα κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο, χρωματισμένο μαύρο, αν θυμάμαι καλά, που φωτιζότανε μ’ ένα λυχνάρι με το φυτίλι του τσιγκούνικα φτιαγμένο, καθισμένος σ’ ένα σκαμνί από τα πιο κοινά, ανάμεσα σε δυο ανοιχτά φέρετρα, που μέσα σε καθένα ήταν ένας σκελετός κι άλλα σκιάχτρα, κατάλληλα να κάμουν τα παιδιά, να τρέμουν και ν’ αηδιάζουν τους ανθρώπους.
Η εντύπωση που αισθάνθηκα μπροστά σε παρόμοιες παιδιαφροσύνες αφαίρεσε πολύ από τη γοητεία εκείνου, για το οποίο επήγαινα. Εφανταζόμουν τους Τέκτονες πιο σοβαρούς, απ’ όσο μου φαινότανε.
Δεν έμεινα περισσότερο χρόνο μόνος. Το ίδιο πρόσωπο που μ’ είχε οδηγήσει σ’ αυτό το είδος της νεκρικής κατακόμβης, ξαναήρθε σε λίγο, φέρνοντάς μου ένα φύλλο χαρτί, που είχε γραμμένες, αν καλά θυμώμαι, τρεις ερωτήσεις, στις οποίες αμέσως αποκρίθηκα. Λυπούμαι που έχω λησμονήσει και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Ύστερα μου έδεσαν πάλι τα μάτια, κι ο οδηγός μου με οδήγησε σε μια ψηλότερη αίθουσα, όπου βρέθηκα, φαντάζομαι ανάμεσα στους Κους Τέκτονες, των οποίων μόνος ο Πρόεδρος δεν ήταν βουβός. Μου μίλησε κι αρνήθηκα να δεχθώ την υποχρέωση του μυστικού όσο για τη γυναίκα μου κι έτσι λευτερώθηκα.
Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου τ. Α΄, Εκδόσεις «Άτλας» 1959, σελ 54-58
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου