του Αλέξανδρου Μπουκουβάλα
Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι μία παράδοξη κατάσταση κατά την οποία οι όμηροι, οι αιχμάλωτοι, οι δέσμιοι κάποιων άλλων, ταυτίζονται και τρέφουν συμπάθεια προς αυτούς που τους αιχμαλώτισαν και από τους οποίους... εξαρτώνται απόλυτα για την επιβίωσή τους.
Όλα ξεκίνησαν στις 23 Αυγούστου του 1973 όταν δύο οπλισμένοι εγκληματίες εισέβαλαν σε μία τράπεζα στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Καθώς πυροβολούσαν, ο ένας δραπέτης φυλακών από τους δύο, ο Jan- Erik Olsson, ανακοίνωσε στους τρομοκρατημένους υπαλλήλους της τράπεζας ότι «Το πάρτυ μόλις άρχισε!». Οι δύο ληστές κράτησαν για τις επόμενες 131 ώρες τέσσερις ομήρους, τρεις γυναίκες κι έναν άνδρα, γύρω από τους οποίους είχε τοποθετηθεί δυναμίτης. Κρατήθηκαν στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας.
Οι όμηροι, ωστόσο, παρουσίασαν μία παράξενη συμπεριφορά. Ναι μεν, απειλήθηκαν, κακομεταχειρίστηκαν και φοβόντουσαν για τη ζωή τους για πάνω από πέντε ημέρες, στις συνεντεύξεις, όμως, που έδωσαν στα μέσα ενημέρωσης ήταν ξεκάθαρο ότι υποστήριζαν τους εγκληματίες που τους κράτησαν ομήρους και στην πραγματικότητα ότι ένιωθαν φόβο για τους αστυνομικούς που ήρθαν να τους απελευθερώσουν. Οι όμηροι είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι οι δύο ληστές στην πραγματικότητα τους προστάτευαν από την αστυνομία. Περιήλθαν σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση που διαμορφώνεται υπό κάποιες συνθήκες, κυρίως σε
θύματα απαγωγής, αλλά και κακοποίησης, το λεγόμενο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (Stockholm Syndrome) καθιερώθηκε από το Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Nils Bejerot που βοήθησε την αστυνομία κατά τη διάρκεια τής ληστείας τής τράπεζας Sveriges Kreditbank, στο Normalstong της Στοκχόλμης. Αυτή η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, που βασίζεται (συνήθως ασυνείδητα) στην ιδέα ότι ο εγκληματίας δεν θα βλάψει τον αιχμάλωτο εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Ο αιχμάλωτος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εγκληματία με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο. Ο όμηρος συνήθως αντιλαμβάνεται τις προσπάθειες όσων επιδιώκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που πιθανώς θα τον βλάψουν αντί να επιτύχουν την απελευθέρωσή του.
Προσπάθειες διάσωσης μπορεί να μετατρέψουν μία ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα. Σε τελική ανάλυση, το συναισθηματικό δέσιμο με έναν κακοποιό είναι στην πραγματικότητα μία στρατηγική επιβίωσης για τα θύματα κακοποίησης και εκφοβισμού.
Το πιο παράδοξο για εκείνο το περιστατικό της Στοκχόλμης είναι ότι αργότερα, μία από τις τρεις γυναίκες αρραβωνιάστηκε τον έναν από τους δύο κακοποιούς και μία άλλη ίδρυσε ένα νόμιμο ταμείο υπεράσπισης με σκοπό να συνδράμει στα έξοδα υπεράσπισης των κακοποιών.
Συνοπτικά τα συμπτώματα του συνδρόμου χαρακτηρίζονται ως: θετικά συναισθήματα του θύματος απέναντι στον κακοποιό, αρνητικά συναισθήματα του θύματος απέναντι στην οικογένεια, τους φίλους ή τις αρχές που προσπαθούν να τους σώσουν/υποστηρίξουν ή να κερδίσουν την απελευθέρωσή τους, υποστήριξη των λόγων και της συμπεριφοράς του κακοποιού, θετικά συναισθήματα του κακοποιού απέναντι στο θύμα, συμπεριφορά υποστήριξης από το θύμα και κατά καιρούς παροχή βοήθειας στον κακοποιό, ανικανότητα εμπλοκής σε συμπεριφορές που μπορεί να βοηθήσουν στην απελευθέρωση ή την απομάκρυνσή τους.
Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι δυνατό να βρεθεί επίσης σε οικογενειακές, ρομαντικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας για παράδειγμα, στις οποίες το άτομο δέχεται παθητικά απειλή και αναγκάζεται να υποστεί την οποιαδήποτε πράξη προκειμένου να επιβιώσει αλλά και να κερδίσει την εύνοια του «δράστη» λαμβάνοντας έτσι δείγματα αγάπης που θα το βοηθήσουν να συνεχίσει, αρνούμενο όμως πολλές φορές την βοήθεια τον γύρω του.
Όλα ξεκίνησαν στις 23 Αυγούστου του 1973 όταν δύο οπλισμένοι εγκληματίες εισέβαλαν σε μία τράπεζα στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Καθώς πυροβολούσαν, ο ένας δραπέτης φυλακών από τους δύο, ο Jan- Erik Olsson, ανακοίνωσε στους τρομοκρατημένους υπαλλήλους της τράπεζας ότι «Το πάρτυ μόλις άρχισε!». Οι δύο ληστές κράτησαν για τις επόμενες 131 ώρες τέσσερις ομήρους, τρεις γυναίκες κι έναν άνδρα, γύρω από τους οποίους είχε τοποθετηθεί δυναμίτης. Κρατήθηκαν στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας.
Οι όμηροι, ωστόσο, παρουσίασαν μία παράξενη συμπεριφορά. Ναι μεν, απειλήθηκαν, κακομεταχειρίστηκαν και φοβόντουσαν για τη ζωή τους για πάνω από πέντε ημέρες, στις συνεντεύξεις, όμως, που έδωσαν στα μέσα ενημέρωσης ήταν ξεκάθαρο ότι υποστήριζαν τους εγκληματίες που τους κράτησαν ομήρους και στην πραγματικότητα ότι ένιωθαν φόβο για τους αστυνομικούς που ήρθαν να τους απελευθερώσουν. Οι όμηροι είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι οι δύο ληστές στην πραγματικότητα τους προστάτευαν από την αστυνομία. Περιήλθαν σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση που διαμορφώνεται υπό κάποιες συνθήκες, κυρίως σε
θύματα απαγωγής, αλλά και κακοποίησης, το λεγόμενο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (Stockholm Syndrome) καθιερώθηκε από το Σουηδό ψυχίατρο και εγκληματολόγο Nils Bejerot που βοήθησε την αστυνομία κατά τη διάρκεια τής ληστείας τής τράπεζας Sveriges Kreditbank, στο Normalstong της Στοκχόλμης. Αυτή η ταύτιση αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας, που βασίζεται (συνήθως ασυνείδητα) στην ιδέα ότι ο εγκληματίας δεν θα βλάψει τον αιχμάλωτο εάν αυτός είναι συνεργάσιμος και ακόμη αν τον υποστηρίζει απόλυτα. Ο αιχμάλωτος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του εγκληματία με σχεδόν παιδαριώδη τρόπο. Ο όμηρος συνήθως αντιλαμβάνεται τις προσπάθειες όσων επιδιώκουν να τον σώσουν, ως ενέργειες που πιθανώς θα τον βλάψουν αντί να επιτύχουν την απελευθέρωσή του.
Προσπάθειες διάσωσης μπορεί να μετατρέψουν μία ανεκτή κατάσταση σε θανατηφόρα. Σε τελική ανάλυση, το συναισθηματικό δέσιμο με έναν κακοποιό είναι στην πραγματικότητα μία στρατηγική επιβίωσης για τα θύματα κακοποίησης και εκφοβισμού.
Το πιο παράδοξο για εκείνο το περιστατικό της Στοκχόλμης είναι ότι αργότερα, μία από τις τρεις γυναίκες αρραβωνιάστηκε τον έναν από τους δύο κακοποιούς και μία άλλη ίδρυσε ένα νόμιμο ταμείο υπεράσπισης με σκοπό να συνδράμει στα έξοδα υπεράσπισης των κακοποιών.
Συνοπτικά τα συμπτώματα του συνδρόμου χαρακτηρίζονται ως: θετικά συναισθήματα του θύματος απέναντι στον κακοποιό, αρνητικά συναισθήματα του θύματος απέναντι στην οικογένεια, τους φίλους ή τις αρχές που προσπαθούν να τους σώσουν/υποστηρίξουν ή να κερδίσουν την απελευθέρωσή τους, υποστήριξη των λόγων και της συμπεριφοράς του κακοποιού, θετικά συναισθήματα του κακοποιού απέναντι στο θύμα, συμπεριφορά υποστήριξης από το θύμα και κατά καιρούς παροχή βοήθειας στον κακοποιό, ανικανότητα εμπλοκής σε συμπεριφορές που μπορεί να βοηθήσουν στην απελευθέρωση ή την απομάκρυνσή τους.
Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι δυνατό να βρεθεί επίσης σε οικογενειακές, ρομαντικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας για παράδειγμα, στις οποίες το άτομο δέχεται παθητικά απειλή και αναγκάζεται να υποστεί την οποιαδήποτε πράξη προκειμένου να επιβιώσει αλλά και να κερδίσει την εύνοια του «δράστη» λαμβάνοντας έτσι δείγματα αγάπης που θα το βοηθήσουν να συνεχίσει, αρνούμενο όμως πολλές φορές την βοήθεια τον γύρω του.