Ας δούμε πως έχουνε τα πράγματα.
Στις τελευταίες νίκες του, ο Αλέξανδρος καταλαμβάνει διάφορες χώρες. Διέρχεται τον Υδραώτη ποταμό, επιτίθεται κατά των Καθαίων, των Οξυδράκων και των Μαλλών, καταλαμβάνει την πόλη Σάγγαλα και φτάνει στον Ύφασι ποταμό. Εκεί σχεδιάζει νέες εκστρατείες, αλλά οι εξαντλημένοι και ηθικώς καταβεβλημένοι άντρες του, για πρώτη φορά αρνούνται να τον ακολουθήσουν.
Ο Αλέξανδρος αναγκάζεται να υποχωρήσει στις επιθυμίες τους. Προτού δώσει την διαταγή της επιστροφής, σύμφωνα με τον Διόδωρο, υψώνει εκεί, στο έσχατο όριο των εκστρατειών του, στον ποταμό Ύφασι, δώδεκα βωμούς ύψους 22 μέτρων.
«Αποφασίζοντας, λοιπόν, να θέσει εκεί τα όρια της εκστρατείας του, έχτισε πρώτα βωμούς στους δώδεκα θεούς, ύψους πενήντα πήχεων, έπειτα τριπλασίασε τον περίβολο του υπάρχοντος στρατοπέδου, και άνοιξε τάφρο βάθους σαράντα ποδών και πλάτους πενήντα, ενώ με το χώμα που έβγαλε από την τάφρο έχτισε τοίχος αξιόλογο. Πρόσταξε, επίσης, τους πεζούς να χτίσουν καταλύματα με δύο κλίνες μήκους πέντε πήχεων την καθεμιά, και τους ιππείς, εκτός από αυτά, δύο φάτνες επιπλέον διπλάσιες από τις συνήθεις. Σύμφωνα με αυτά, τους διέταξε να κατασκευάσουν κι όλα όσα επρόκειτο να μείνουν εκεί σε μεγάλο μέγεθος. Όλα αυτά τα έκανε γιατί ήθελε να φτιάξει ένα στρατόπεδο για ήρωες και ταυτόχρονα να αφήσει στους ντόπιους σημάδια μεγαλόσωμων ανδρών, που να υποδηλώνουν υπερφυσικές σωματικές δυνάμεις.»
Αφιέρωσε στους Ολύμπιους Θεούς με τις επιγραφές «Εις τον πατέρα μου Άμμωνα, εις τον αδελφό μου Ηρακλέα, εις την Αθηνάν Πρόμαχον, εις τον Ολύμπιον Δία, εις τους Κάβειρας της Σαμοθράκης, εις τον Ινδικόν Ίλιον, εις τον αδελφόν μου Απόλλωνα.» Στο κέντρο και παρά τον βωμό του Ηρακλή υψώθηκε χάλκινη στήλη με την επιγραφή «Ενταύθα έστη ο Αλέξανδρος». (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, λήμα: Αλέξανδρος ο Μέγας)
Από τότε, ο Αλέξανδρος δεν γύρισε στην Ιουδαία, οπότε όσο και να θέλουν κάποιοι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αλλαξοπιστήσει. Αντίθετα
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο Αλέξανδρος όχι μόνο δεν προσκύνησε τον Ιεχωβά, αλλά τον αγνόησε παντεντελώς.
Το μύθευμα περί προσκυνήσεως βασίζεται στο "Αλεξάνδρου Βίος" ένα βιβλίο που γράφτηκε από...
Για να δούμε:
Ο Καλλισθένης ήταν γιος του Δημοτίμου από την Όλυνθο της Χαλκιδικής, μαθητής και ανιψιός του Αριστοτέλη. Ακολούθησε τον θείο του στην Πέλλα, όταν ο τελευταίος κλήθηκε το 334 π.Χ. για να διδάξει τον Αλέξανδρο. Αργότερα ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του κατά των Περσών ως ιστοριογράφος, για να εξυμνήσει τα πολεμικά κατορθώματα του Μακεδόνα βασιλιά. Δεν δίστασε διόλου να στραφεί εναντίον του ίδιου του Αλεξάνδρου και να τον κατηγορήσει για την εισαγωγή της προσκύνησης στο πρόσωπό του. Για τη στάση του αυτή κατηγορήθηκε ως συνωμότης και θανατώθηκε με φρικτό τρόπο το 327 π.Χ. Άλλη παράδοση όμως αναφέρει ότι πέθανε από φθειρίαση.
Έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του τα «Ελληνικά»αποτελούμενο από 10 βιβλία, και το ημιτελές, λόγω του θανάτου του, Αλεξάνδρου Πράξεις. Και από τα δύο σώζονται λίγα αποσπάσματα.
Στον Καλλισθένη αποδόθηκε επίσης, σε μεταγενέστερη εποχή, η λαϊκή μυθιστορία για την ζωή και τις πράξεις του Αλέξανδρου, οι πολλοί συγγραφείς της οποίας καλύφθηκαν υπό του όνομα του πραγματικού Καλλισθένη, για να φτάσεις στις μέρες μας ως Ψευδοκαλλισθένης.
Το έργο αυτό είναι ένα δημιούργημα φανταστικών ιστοριών για τον Αλέξανδρο, που αναπτύχθηκαν στους χρόνους των Διαδόχων και είχαν ως πηγή το έργο του Καλλισθένη. Η πρώτη καταγραφή χρονολογείται στον 3ο μ.Χ. αιώνα ενώ ήδη από το 340 μ.Χ. ήταν μεταφρασμένο στα λατινικά. Διασώθηκε σε τρεις παραλλαγές, γνωστές με τα λατινικά γράμματα A, B, C, χρονολογούμενες στον 11ο, 15ο, και 16ο αιώνα αντιστοίχως.
Άρα, όπως καταλαβαίνετε...
Πηγή: diadrastiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου