Κουραστικές οι βόλτες χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Κουραστικές και οι σκέψεις που με συνοδεύουν. Δεν θέλω πια να σκέφτομαι,θέλω να αφαιρεθεί βίαια αυτή μου η ικανότητα. Προσπαθώ να ξεχαστώ. Άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε ανεπιτυχώς.
Κοιτάζω τα φώτα της άδειας βιτρίνας,ποιος να ψωνίσει πλέον σε τέτοια εποχή; Μαγαζιά νεκρά αλλά δρόμοι γεμάτοι αμάξια. Κάτω από την κολώνα βλέπω ένα ζευγάρι να φιλιέται καθώς περνάω στον απέναντι δρόμο (άραγε αυτή η βαλίτσα θα πάει μακριά ή θα χωρίσουν κι αυτοί όπως τόσοι άλλοι;). Ένα κοριτσάκι κρατά το χέρι του μπαμπά της και χαμογελά,σε αντίθεση με τον ίδιο που φαίνεται σκεπτικός και θλιμμένος. Ποιος ξέρει; Τα προβλήματα της καθημερινότητας καταβάλλουν τους "μεγάλους".
Ένας άστεγος που ζητά ελεημοσύνη και μία κυρία προχωρά ντυμένη στα "μπούρμπερι" απαξιώνοντάς τον. Φαίνεται τόσο άσχημα η αντίθεση στα μάτια μου. Και ανάμεσα στον άστεγο και την ψιλομύτα πλούσια "κυρία" βρίσκομαι εγώ. Αγκαλιά με την τσάντα που μου αγόρασες πέρσι τον χειμώνα την ημέρα των γενεθλίων μου -σου το είπα νομίζω,δεν την έχω αφήσει από πάνω μου από τότε.-
Κρατώ το τσιγάρο και νιώθω να έχω παρέα,κι ας περπατώ μόνη. Τους βλέπω όλους βιάζονται,όλοι έχουν κάπου να πάνε,κάποιον να συναντήσουν κι εγώ; Εγώ περπατώ στα μέρη σου,στην πόλη που βρωμάει απ' τα σκουπίδια και μυρίζει αίμα από τις ραγισμένες,κομμένες καρδιές των ανθρώπων. Η Πανεπιστημίου γεμάτη ως συνήθως και στου Ψυρρή κάθε λογής άνθρωπος σουλατσάρει αγέρωχος,από περιθωριακά τυπάκια κι αναρχικούς μέχρι μανάδες με μωρά και οικογένειες.
Βρωμάει αυτή η πόλη μωρό μου. Αντί για καλοκαίρι μυρίζω σαπισμένες ψυχές.
Κι αντί για αγάπη,πιάνω στην ατμόσφαιρα ψέματα και διπροσωπίες.
Κοιτάζω τα φώτα της άδειας βιτρίνας,ποιος να ψωνίσει πλέον σε τέτοια εποχή; Μαγαζιά νεκρά αλλά δρόμοι γεμάτοι αμάξια. Κάτω από την κολώνα βλέπω ένα ζευγάρι να φιλιέται καθώς περνάω στον απέναντι δρόμο (άραγε αυτή η βαλίτσα θα πάει μακριά ή θα χωρίσουν κι αυτοί όπως τόσοι άλλοι;). Ένα κοριτσάκι κρατά το χέρι του μπαμπά της και χαμογελά,σε αντίθεση με τον ίδιο που φαίνεται σκεπτικός και θλιμμένος. Ποιος ξέρει; Τα προβλήματα της καθημερινότητας καταβάλλουν τους "μεγάλους".
Ένας άστεγος που ζητά ελεημοσύνη και μία κυρία προχωρά ντυμένη στα "μπούρμπερι" απαξιώνοντάς τον. Φαίνεται τόσο άσχημα η αντίθεση στα μάτια μου. Και ανάμεσα στον άστεγο και την ψιλομύτα πλούσια "κυρία" βρίσκομαι εγώ. Αγκαλιά με την τσάντα που μου αγόρασες πέρσι τον χειμώνα την ημέρα των γενεθλίων μου -σου το είπα νομίζω,δεν την έχω αφήσει από πάνω μου από τότε.-
Κρατώ το τσιγάρο και νιώθω να έχω παρέα,κι ας περπατώ μόνη. Τους βλέπω όλους βιάζονται,όλοι έχουν κάπου να πάνε,κάποιον να συναντήσουν κι εγώ; Εγώ περπατώ στα μέρη σου,στην πόλη που βρωμάει απ' τα σκουπίδια και μυρίζει αίμα από τις ραγισμένες,κομμένες καρδιές των ανθρώπων. Η Πανεπιστημίου γεμάτη ως συνήθως και στου Ψυρρή κάθε λογής άνθρωπος σουλατσάρει αγέρωχος,από περιθωριακά τυπάκια κι αναρχικούς μέχρι μανάδες με μωρά και οικογένειες.
Βρωμάει αυτή η πόλη μωρό μου. Αντί για καλοκαίρι μυρίζω σαπισμένες ψυχές.
Κι αντί για αγάπη,πιάνω στην ατμόσφαιρα ψέματα και διπροσωπίες.
σε θυμάμαι να μου το λες και ηρεμώ*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου