Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Το παιχνίδι των λέξεων


«Το παιχνίδι των λέξεων» είναι παράφραση του τίτλου ενός άρθρου που είχε γράψει ο Θανάσης Βέμπος πριν κάποια χρόνια. «Πόλεμο των λέξεων» το είχε πει. Το άρθρο εκείνο το είχε ξεκινήσει με έναν αφορισμό. «Το παρελθόν» έγραψε, «δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε». Στο άρθρο συνηγορούσε υπέρ της ύπαρξης ενός αφανούς πολέμου που μαινόταν πάντα και συνεχίζει με αυξανόμενη ένταση. Ένα πόλεμο για τη σημασία των λέξεων. Το «πριν» και το «μετά» που εξυπονοεί ο αφορισμός είναι απλά «λέξεις που αφορούν το γραμμικό χρόνο» είχε γράψει. «Δηλαδή το χρόνο όπως έχουμε συνηθίσει να τον αντιλαμβανόμαστε».  Όπως έχουμε συναινέσει.

Την προηγούμενη φορά σας είχα γράψει πως η συναινετική πραγματικότητα είναι ένα μυστικό συμβόλαιο για να συγκρατείται ο κόσμος ως έχει. Είναι τα μέσα με τα οποία επικοινωνούμε και συμφωνούμε στο πως έχουν τα πράγματα και πώς πρέπει να είναι. Αυτά τα μέσα είναι οι λέξεις. Ο Βέμπος πίσω από την «ομοιόσταση της συναινετικής πραγματικότητας» όπως αυθαίρετα χαρακτηρίζει τη τάση προς κοινωνικά συμβόλαια και ευστάθεια βλέπει την ένταση μίας αδιόρατης σύγκρουσης. Αν αλλάξεις τη συναίνεση, αλλάζεις τις σημασίες. Και κατά συνέπεια το παρελθόν. Αυτός ήταν το νόημα του αφορισμού. Η ίδια συναινετική πραγματικότητα διαμορφώνεται από λέξεις. Άλλη η συναίνεση του τώρα, άλλη πριν 50 χρόνια. Άλλο το παρελθόν του τώρα κι άλλο τότε.


Μήπως για έναν άνθρωπο που γνωρίζει τη πλαστικότητα των λέξεων η σωστή επιλογή ή η λάθος έχει μια κάποια παραπάνω βαρύτητα; Μα τι είναι σωστό και τι λάθος; «Πριν», «μετά», «σωστό», «λάθος». Λέξεις. Ένα κουβάρι λέξεις. Εν πάσει περιπτώσει αυτό που θέλω να πω είναι πως το βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας είναι ο εμπρόθετος χαρακτήρας της μετάδοσης του μηνύματος. Η προθετικότητα. Τα γλωσσικά σημεία πραγματώνουν τις εκάστοτε επικοινωνιακές προθέσεις του δημιουργού τους. Ακούγεται τελείως ιδιοτελές αλλά η πραγματικότητα είναι τόσο αυθαίρετη. Αντί για «πόλεμο» το λοιπόν θα προτιμήσω το «παιχνίδι». 

The game of words”. Ή “the game of life” το ίδιο κάνει. 

«Σκοπός μου είναι να σας δείξω πως περνάει κανείς από τον μασκαρεμένο δήθεν φέροντα κάποιο νόημα λόγο στον αυθεντικά παράλογο» είχε γράψει ο Wittgenstein. «Οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις όταν αυτός που με καταλαβαίνει, αφού με τη βοήθειά τους –πατώντας πάνω τους- τις υπερπηδήσει και προχωρήσει πέρα από αυτές, τελικά τις αναγνωρίσει ως στερημένες από νόημα. Πρέπει, θα λέγαμε, να πετάξει μακριά την ανεμόσκαλα, αφού ανέβει πρώτα με αυτή. Πρέπει να ξεπεράσει τις προτάσεις αυτές και τότε θα δει τον κόσμο σωστά.»

Θα δει τον κόσμο σωστά; H μήπως το σήμερα ελεώ συναίνεσης είναι πάντα πιο «σωστό» από το χθες; Η «λογική» του χθες ,ή και του αύριο για τους ρομαντικούς σα και του λόγου μου, είναι το παράλογο του σήμερα. Είναι γελασμένος όποιος προσπαθεί να απαντήσει σε οντολογικά ερωτήματα με «λογικές» απαντήσεις. Δε χωράνε εξορθολογισμοί στο παράδοξο της ύπαρξης γιατί αυτή επιδέχεται άπειρων «λογικών» εξηγήσεων. Το ερώτημα «τι είναι το τίποτα» (που υπονοεί το αντίθετο «τι είναι το είναι»), είναι ως οντολογικό ερώτημα για το Heidegger τελείως παράλογο. Χρησιμεύει μόνο ως μέσο βελτίωσης της αντίληψης. Σαν την παραπάνω ανεμόσκαλα του Wittgenstein ας πούμε. Είναι ανόητος όποιος παραγνωρίζει την φαντασιακή φύση της πραγματικότητας. Κι όμως έως τώρα ο ιστορικός άνθρωπος εγκλωβίζεται σε νεκρές ερμηνείες της πραγματικότητας. Σε ρητορικές που απλά βολεύουν τους άρχοντες του κόσμου τούτου. Παγώνει τις σημασίες. Τελματώνει την εμπειρία. Αξιολογεί με στατικούς κανόνες και νόμους. 

Ακόμη και σήμερα.  Σήμερα που το ίδιο του το μοντέλο εξαχρειώνεται. Μα τι παρωχημένος θετικισμός. Όταν παραδείγματος χάριν τα μορφογενετικά πεδία, η αρχή της απροσδιοριστίας, ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός της κβαντικής θεωρίας, η έννοια της τοπικότητας στα παράδοξα Einstein-Podolsky-Rosenανοίγουν μία σειρά από απορίες που μας ωθούν στο να δούμε τον κόσμο μέσα από ένα πιο ολιστικό πρίσμα. Να συνεχίσω όμως.

Στη πορεία του άρθρου ο Βέμπος ξεχωρίζει δύο έννοιες που κρατάνε τον άνθρωπο στη ζωή. Τον φόβο και την ελπίδα. Κι έχει δίκιο στο ότι πριν ακόμη από οποιαδήποτε «λογική», πριν από οποιαδήποτε γραμμική σκέψη, η προθετικότητα του εκάστοτε υποκειμένου πυροδοτείται από τον «φόβο», του παλαιού προφανώς, και την «ελπίδα» του καινούριου αντιστοίχως. Η φυγόκεντρος και η κεντρομόλος δύναμη με όρους φυσικής αν σας ενοχλεί η θυμική περιγραφή. 

Στο «Climax to magic» είχα γράψει ότι η μαγεία στους μύθους, οι μεταφορές και οι αλληγορίες των παραδόσεων, χρησιμοποιήθηκαν εκεί ακριβώς όπου οι αστοιχείωτοι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν καλύτερα τις τροπές αντίληψης. Τις τροπές από μία συναίνεση σε μία άλλη. Παίζει κι ο Wittgenstein με τις λέξεις πάνω σε αυτό. Λέει πως «η φιλοσοφία είναι μια μάχη εναντίον της εκμάγευσης της διάνοιας μας με εργαλείο τη γλώσσα». Όπως είδαμε η υπέρβαση των ίδιων των λέξεων που χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος με σκοπό την φιλοσοφική διείσδυση, δίνει άλλο νόημα σε αυτές. Οι σημασίες αλλάζουν από τις προθέσεις της διείσδυσης. Απλά ο Wittgenstein δεν ήθελε να το πει όλο αυτό μαγεία. Το είπε ο Κρόουλι όμως. «Η μαγεία είναι η επιστήμη και η Τέχνη να προκαλείς την αλλαγή σε συμφωνία με τη Βούληση»  έγραψε. «Βούληση δηλαδή θέληση, δηλαδή Ελπίδα. Δηλαδή εκλογή» … «ελπίδα με την βαθιά θεμελιώδη μαγική της έννοια»  σχολιάζει ο Βέμπος. 

Η εκλογή και η βούληση είναι έννοιες που μαρτυρούν αλλαγές. Τροπές συνείδησης. Ή τουλάχιστον επιθυμία προς αυτή την κατεύθυνση. Όποιος μιλά λοιπόν,  όποιος εκφέρει λόγο,  έχει σκοπό. Θέλημα. 

Με αναφορές στο θέλημα, στην εκλογή και στη ελπίδα ερχόμαστε να  θυμηθούμε και μία άλλη ενδιαφέρουσα ανάλυση, του Μπαλάνου αυτή τη φορά, που ασχολείται μεταξύ άλλων με αυτό για το οποίο μιλάμε. Τις λέξεις. «Ήταν φυσικό η ανθρωπότητα να ακολουθήσει το δρόμο που έφτιαχναν οι συνέπειες αυτής της εκλογής.» γράφει όσον αφορά την επιλογή της Πανδώρας να ανοίξει το κουτί  της. 

Ο μύθος είναι λίγο πολύ γνωστός. Αφού ο Προμηθέας έκλεψε κι έδωσε τη πρώτη τεχνολογία στον άνθρωπο ,τη φωτιά δηλαδή, ο Δίας έδωσε μερικές εντολές και με τη συνεργασία του Ήφαιστου, της Αφροδίτης, της Αθηνάς και του Ερμή φτιάχτηκε η όμορφη Πανδώρα, εφοδιάστηκε και με ένα πιθάρι γεμάτο δωράκια από τους θεούς και πήγε σα δώρο στον Επιμηθέα. Του ‘χε πει του Επιμηθέα ο Προμηθέας να μη δεχτεί κάποιο δώρο από τον Δία, αλλά αυτός δεν εισάκουσε τη συμβουλή μιας και ήταν πολύ ωραίο κορίτσι η Πανδώρα και καταλήξαμε για να μη μακρηγορώ στο πολύ γνωστό και αμφιλεγόμενο άνοιγμα του πιθαριού ή κουτιού της Πανδώρας όπως συνηθίζεται να λέγεται. Μέχρι τότε, λέει ο μύθος, οι φυλές των ανθρώπων που ζούσαν στη γη ήταν μακριά από τους πόνους, τις νόσους και τις κακουχίες που μέσα σε αυτές οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα. Με το άνοιγμα όμως του κουτιού σκορπίστηκαν ένα σωρό δεινά φέρνοντας θλίψη και πόνο. Τελικά μέσα στο κουτί ο μύθος λέει έμεινε μόνον η Ελπίδα. 

Παράδοξο δε βρίσκετε; Ε, το ίδιο λέγει και Μπαλάνος. Κάτι δε πάει καλά λέγει. Κι έχει δίκιο. Πως γίνεται η ελπίδα να είναι σε ένα κουτί που κουβαλά μόνον δεινά; Είναι κι αυτή κάτι κακό; Κι αν έμεινε μέσα στο κουτί, σφραγισμένη, ε τότε πραγματικά  «δεν υπάρχει ελπίδα» που λέει κι η έκφραση. Το κενό στο μύθο το εντοπίζει ο Μπαλάνος με ένα πολύ συνοπτικό συλλογισμό στο ότι το κουτί δεν είχε καλά και κακά. Τα είπαμε πιο πάνω κι εμείς. Το  κακό και το καλό είναι απλά και μόνο θέμα συναίνεσης. Το κουτί είχε μέσα «πράγματα που ξέφυγαν από τον έλεγχο του ανθρώπου… αλλά ίσως και τον θεών που τα έκλεισαν εκεί» γράφει. Για να καταλήξει λίγο πιο μετά ότι μεταξύ άλλων αυτά που ξέφυγαν από τον έλεγχο ήταν -όπως ακόμη είναι- οι λέξεις.

Ας συμπληρώσω εγώ τον αποσυμβολισμό του μύθου. Μιλάμε για άλλη μία αλληγορία του Μύθου της πτώσης που περιγράφει την αναπόφευκτη απομάκρυνση από την αρχαϊκή ευφορία. Μιλάμε για τη μετάβαση από τη μητριαρχία στη πατριαρχία αν θέλουμε να το εντοπίσουμε στο πρόσφατο παρελθόν (Θα μπορούσαμε βέβαια να μιλάμε και για τη «πρώτη» πτώση. Το σπάσιμο της ομοιομορφίας του Χάους). Μιλάμε για την εκκίνηση της ιστορίας ως διαφοροποίηση του Εγώ. Με το ξεκίνημα της ιστορίας, γεννιέται για τον έκπτωτο πλέον άνθρωπο ο φόβος για τα δεινά που καταγράφει, αλλά και η ελπίδα. Και τα δύο ακόμη δε κατάφερε να τα τιθασεύσει ώστε να κάνει το άλμα πίσω στη σύζευξη. Ώστε να κάνει το comeback. Η ιστορία από τότε, υποταγμένη στην  ιδιοτελή λογοκρατία της ανωριμότητας, μη πω βαρβαρότητας, οδηγείται από το χαλινάρι του φόβου με πυξίδα την ελπίδα.  Όχι και τόσο καλά δηλαδή.  Κι αν με ρωτάτε αν πήραμε το μάθημα μας θα σας ειπώ δε εξεύρω σίγουρα. Ελπίζω όμως. 

Ποια η σημασία όμως της απώλειας του ελέγχου των λέξεων; Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι σύντομη οπότε θα αρκεστώ σε κάποιες σύντομες νύξεις με το σκεπτικό, να προσθέσω κάποιο σχόλιο ή σεντόνι μόλις βρω τον χρόνο. Δεν υπήρξε ποτέ έλεγχος των λέξεων. Αυτό που υποστηρίζει ο Μπαλάνος έχει να κάνει με τη δυαδική οπτική που βλέπει πτώσεις, πολέμους, καλό και κακό. Δε θα το πάω πίσω ως τη ρήξη της πρωταρχικής κατάστασης, το σπάσιμο της ομοιομορφίας του Χάους ή την πρώτη ταλάντωση του μηδενός. Αυτό που συμβαίνει σε εμάς τώρα είναι ότι η σκέψη κρυσταλλώνεται στη θεωρία. Η σκέψη θεσμίζεται ως λόγος και αυτό έχει ως συνέπεια ότι οι πράξεις υποχρεούνται να είναι συνάρτηση στατικών αξιωμάτων. Έτσι καταστέλλεται η ανθρώπινη φαντασία που είναι η κατ’ εξοχήν πηγή οντογένεσης.  Η γλώσσα φθίνει. Οι σημασίες απολιθώνονται. Δημιουργούνται αυθεντίες, θηριωδίες. Οι αποστάσεις θεωρίας και πράξης, εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων φτιάχνουν ιεραρχίες στις οποίες η ψευδοορθολογικότητα των άνω προσπαθεί να ασκήσει έλεγχο στους κάτω. Η θέληση δηλαδή μεταδίδεται καθοδικά. Η σύζευξη το λοιπόν θα ήταν να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία. Η γλώσσα να αρχίσει να δημιουργεί. Δηλαδή το φαντασιακό των ανθρώπων που είναι από πίσω. 

Ιδού το δίλημμα που εγείρεται το λοιπόν. Η γλώσσα ως δεινό, ως ασθένεια, ή η γλώσσα ως δώρο - παιχνίδι. Ποιος είναι ο δρόμος για την επιστροφή και τη σύζευξη; Aν πούμε πως η γλώσσα είναι "άρρωστη" στο μέτρο που περιέχει κάποιες μαγικές ποιότητες, μη «ρεαλιστικές» δηλαδή επιθυμίες, στο μέτρο που αντανακλά μία πίστη στο επίπεδο των σκέψεων και των διαθέσεων μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη μαγική αυτή ποιότητα της γλώσσας στην οργανική της σύνδεση με τη ναρκισσιστική φάση της νηπιακής σεξουαλικής ανάπτυξης, τη φάση στην οποία το νήπιο αναπτύσσει το “καθαρό εκείνο” του Φρόιντ. Για τον κόσμο του  παιδιού το «εκείνο» είναι ένας κόσμος ονειρικός, ένας κόσμος στον οποίο οι επιθυμίες είναι πλευρά της αλήθειας. Και αυτό γιατί δε γνωρίζει κάτι για τον ανταγωνισμό μεταξύ της «αρχής της ευχαρίστησης» και του «ρεαλισμού / αρχής της πραγματικότητας».  Ποιος είναι ο «ρεαλισμός / πραγματικότητα»; Αυτός της συναίνεσης. Για το παιδί που δεν έχει εμβαπτιστεί ακόμη στην «αλήθεια» της κοινωνικής συναίνεσης ο φανταστικός κόσμος του παιχνιδιού και των ικανοποιήσεων είναι ο αληθινός.

Η γλώσσα ως παιχνίδι και η γλώσσα ως ασθένεια είναι οι δύο πλευρές της γλώσσας σαν τρόποι σκέψης προς την εκπλήρωση του επιθυμητού. Κι η εκπλήρωση του επιθυμητού υπάρχει μέσα στο μυαλό μας σαν ανεξίτηλη κληρονομιά της παιδικότητας, κουβαλώντας το μυστικό άνυσμα του καθαρού «εκείνου». Την αναζήτηση για μία ερωτική αίσθηση της πραγματικότητας. Εμείς επιλέγουμε αν θα είναι πόλεμος, ασθένεια, δεινό ή παιχνίδι.

Αναλογιστείτε τι συμβαίνει και ποιες είναι οι παραδοχές. Η ανθρωπότητα ακόμη και σήμερα γράφει ιστορία χωρίς να έχει κάποια συνειδητή ιδέα του τι πραγματικά θέλει ή κάτω υπό ποιες συνθήκες θα σταματούσε να είναι δυσαρεστημένη. Μάλιστα αυτό που πράττει φαίνεται να την κάνει πιο δυστυχισμένη και παρόλα αυτά το αποκαλεί πρόοδο (εντάξει κάποιοι λίγοι περνάνε καλά). Στη παγίδα αυτή πέφτουν και μεγάλα ρεύματα ή ολόκληρες θρησκείες όταν για να δώσουν λύση στην ανθρώπινη δυσαρέσκεια απαντούν με αυταπάτες μεγαλείων κόσμων φανταστικών. Υποπίπτουν σε ένα από τα αμαρτήματα που οι ίδιοι αποδοκιμάζουν. Αυτό της υπερηφάνειας. Αντί να δουν τη λύση μπροστά στα μάτια τους. Η συμφιλίωση με το «εκείνο» θα δώσει στο κόσμο μία βελτιόδοξη οπτική. Αυτό βέβαια χρειάζεται εργασία με τον εαυτό αλλά και τη κοινωνία.

Ο Μαρξ μη μπορώντας να δει τον άνθρωπο σαν ένα ψυχολογικό γρίφο στράφηκε στη βιολογία και αξίωσε ένα απόλυτο νόμο για την ανθρώπινη βιολογία. Είπε πως η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών πάντα δημιουργεί νέες ανάγκες. Αν η ανθρώπινη δυσφορία λοιπόν οδηγείται από τη βιολογία του τότε είναι αθεράπευτη. Αλλά η υπόθεση του Marx για την βιολογική βάση της ανάπτυξης στην ιστορία ισοδυναμεί με ομολογία ότι δεν μπορεί να την εξηγήσει ψυχολογικά. Ο Καστοριάδης υπερβαίνοντας αυτό το σκόπελο μίλησε για τη διαύγαση. Μία έννοια που στον εσωτερισμό την συναντάμε παραπλήσια όπως στη «διπλή προσοχή» του Γκουρτζίεφ για παράδειγμα. «Εργασία μέσα από την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να σκεφτούν αυτό που κάνουν, και να γνωρίσουν αυτό που σκέφτονται.». Έτσι την όρισε. Σαν ψυχανάλυση.

Όντως η ψυχανάλυση μπορεί να δώσει μία θεωρία για την πρόοδο αν δει την ιστορία ως ψυχογενή εντροπία. Παρομοίως μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο εξέτασης της πιθανότητας να υπάρχει κάποιος άλλος δρόμος εκτός της ατέλειωτης προόδου και της ατελεύτητης Φαουστιανής δυσφορίας της πτώσεως και της διαζεύξεως. Ένας δρόμος πέρα από την ιστορική νεύρωση. Αν τελικά η ιστορική συνείδηση μεταμορφωθεί σε μία ψυχαναλυτική συνείδηση η λαβή του νεκρού χεριού του παρελθόντος στο παρόν θα χαλαρώσει και ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει αντί να γράφει ιστορία, να διασκεδάζει αντί να παίρνει εκδίκηση ή να κάνει πολέμους και να μπει τελικά σε κατάσταση δυναμικής ύπαρξης και επαναλαμβανόμενων γεννήσεων. Ή θανάτων. Με τις λέξεις θα παίζουμε;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ShareThis



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...