Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Τριαντα χρονων-Αργος θανατος



Λένε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από το να βλέπεις το παιδί σου να πεθαίνει. Δεν ξέρω αν ισχύει. Και μάλλον δε θα το μάθω ποτέ, γιατί δε νομίζω ότι θα μπορέσω να κάνω ποτέ παιδιά. Όμως οι γονείς μου το ξέρουν καλά. Βλέπουν το παιδί τους να πεθαίνει. Και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα 
γι’ αυτό.

Ξαπλωμένος εδώ, στο νεκροκρέβατό μου, μόνος μου, σκέφτομαι ότι πρέπει να κάνω έναν απολογισμό της σύντομης ζωής μου. Αλήθεια, πόσων χρονών είμαι; Τα τελευταία γενέθλια που γιόρτασα πρέπει να ήταν όταν ήμουν φοιτητής. Ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα όταν είσαι σε αυτήν την κατάσταση, ούτε που καταλαβαίνεις πότε τελειώνει η μέρα, η εβδομάδα, ο μήνας, ο χρόνος, τα χρόνια. Πάντως πρέπει να είμαι κάτω από τριάντα. Και σίγουρα είμαι σε ηλικία που δε θα έπρεπε να μου έχει συμβεί αυτό.

Έτσι το λέω. “Αυτό”. Δε μου αρέσει να το λέω με το όνομά του. Απο τότε που το συνειδητοποίησα, ποτέ δεν το είπα με το όνομά του. Και σε όσους με ρωτούσαν έλεγα ψέματα. Κι ας ήξερα καλά πως δεν ήμουν ο μόνος. Θες από ντροπή, θες από φόβο, δεν είμαι σίγουρος. Ίσως κατά βάθος πίστευα ότι έφταιγα εγώ.

Και ναι, μπορεί να φταίω κι εγώ. Ίσως θα μπορούσα να είχα επιλέξει άλλο τρόπο ζωής, άλλες συνήθειες, να είχα πάρει διαφορετικές αποφάσεις, να είχα διαφορετική ζωή. Καλύτερη. Και πιο μεγάλη. Να άφηνα πισω μου φεύγοντας κάτι παραπάνω από ένα άψυχο σώμα σε αποσύνθεση και μία απροσδιόριστα μελαγχολική μνήμη σε όσους με ξέρουν.

Οργή. Στην αρχή ένιωθα μέσα μου τρομερή οργή. Μου έφταιγαν όλοι. Ήθελα να βγω έξω και να κάψω όλο τον κόσμο, να τον εκδικηθώ για την αδικία του. Αλλά δεν το έκανα. Δεν είχα τη δύναμη πια. Ποτέ δεν την είχα.

Πέρασα μέρες ατελείωτες ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Προσπάθησα να το δω σαν παιχνίδι. Παιδί ήμουν ακόμα. Παιδί είμαι ακόμα. Τι κακό είχε το να είμαι όλη μέρα ξαπλωμένος; Ξεκούραση. Πολλοί θα με ζήλευαν, έλεγα. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή λες μέσα σου ότι πρέπει κάτι να κάνεις, κάτι σημαντικό, για να μην πάει χαμένη η ζωή σου, όπως τόσων εκατομμυρίων άλλων ασήμαντων που τα ονόματά τους ξέπεσαν στη λήθη. Όμως εγώ δεν μπορούσα να κάνω ούτε τα βασικά. Και ήθελα και μεγαλεία ο μαλάκας.

Είχα αρχίσει όμως έναν απολογισμό της ζωής μου, και τον άφησα στη μέση. Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν έχω και πολλά να θυμηθώ. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα, πεθαίνω. Σχεδόν η φυσιολογική πορεία της ζωής. Απλά αυτό το “πεθαίνω” έρχεται κάπως νωρίτερα. Και ίσως λίγο πιο επώδυνα.

Και το χειρότερο είναι η εξάρτηση. Να μην μπορείς να κάνεις τίποτα από μόνος σου. Ούτε καν να φας. Είναι ωραίο να σε φροντίζουν όταν είσαι πέντε ή δέκα χρονών, αλλά όταν φτάνεις τα τριάντα και χρειάζεσαι πάλι βοήθεια από τους δικούς σου για να επιβιώσεις νιώθεις άσχημα. Νιώθεις άχρηστος, ανήμπορος, ένα παράσιτο που ζει εις βάρος των άλλων. Και βλέπεις την αγάπη στα μάτια τους όταν σε βοηθάνε, αλλά δε σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Αντίθετα, νιώθεις χειρότερα, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τους ανταποδώσεις αυτή την αγάπη. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι σε ένα κρεβάτι και να περιμένεις το τέλος, που θα είναι η λύτρωση για όλους.

Κι όμως, είναι μερικά πρωινά που ξυπνάω με τόση όρεξη για ζωή, που λέω στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρει, και όχι μόνο θα επιβιώσει, αλλά τελικά θα κάνει και αυτό το μεγάλο κατόρθωμα που πάντα ονειρευόταν. Δεν ξέρω από πού αντλώ αυτή την αισιοδοξία. Ξέρω βέβαια ότι υπάρχουν και κάποιοι που το ξεπέρασαν αυτό, και τώρα ζουν μία κανονική ζωή. Αλλά συνήθως δεν πιστεύω ότι μπορεί να είμαι ένας από αυτούς. Είναι φαύλος κύκλος: Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου για να το ξεπεράσεις, αλλά αυτή η κατάσταση καταστρέφει την αυτοεκτίμησή σου.

Κι όμως, κάποια πρωινά ξυπνάω γεμάτος ελπίδα. Αδικαιολόγητη, ανεξήγητη, αναπάντεχη ελπίδα. Αλλά και πολύτιμη ελπίδα. Ότι μπορώ να βγω νικητής από αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω τίποτα. Αλλά εκείνα τα πρωινά νιώθω σαν κάποιος να μου φόρτισε τις μπαταρίες. Παίρνω μπρος, διαβάζω, μαθαίνω, ενημερώνομαι, ψάχνομαι. Ζω. Και όσο πάει.

Ένα τέτοιο πρωί είναι και το σημερινό. Σήμερα σηκώθηκα από το κρεβάτι. Περπάτησα. Βγήκα έξω. Κανείς δε με κοιταζε περίεργα. Είμαι κι εγώ φυσιολογικός, σαν αυτούς, σκέφτηκα. Πήρα τη γνωστή εφημερίδα και άρχισα να ψάχνω.

“Θα σε νικήσω πουτάνα ανεργία”, φώναξα από μέσα μου. Και για πρώτη φορά μίλησα στο τέρας με το όνομά του. Έτσι όπως είμαι, ανάπηρος, χωρίς πανοπλία, χωρίς σπαθί, χωρίς καν άλογο, το κοίταξα στα μάτια και του είπα ότι θα το κατατροπώσω. Δεν ξέρω αν τρόμαξε καθόλου. Ούτε ξέρω αν το πιστεύω αυτό που είπα. Αλλά σήμερα νιώθω πως ίσως να είναι η τυχερή μου μέρα. Ίσως.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ShareThis



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...